- ἀλφιτηρός
- ἀλφῐτ-ηρός, ά, όν,A of or belonging to ἄλφιτα, ἀγγεῖον ἀ. meal-tub, Antiph.63 (
-τήριον Poll.10.179
).2 ἀλφιτηρὸν ἐργαλεῖα κινεῦσι 'a living wage for the worker', Herod.7.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-τήριον Poll.10.179
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλφιτηρός — ἀλφιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα 2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + παραγ. κατάλ. ηρός] … Dictionary of Greek
ἀλφιτηρόν — ἀλφιτηρός of masc acc sg ἀλφιτηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek